ἐπιχρίσῃς

ἐπιχρίσῃς
ἐπιχρί̱σῃς , ἐπιχρίω
anoint
aor subj act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χτυπητός — και κτυπητός, ή, ό, Ν [χτυπώ / κτυπώ] 1. αυτός που έχει παρασκευαστεί με χτύπημα, χτυπημένος (α. «χτυπητό αβγό» β. «χτυπητή ζύμη») 2. (σχετικά με μέταλλα) σφυρήλατος 3. αυτός που έχει δεχθεί χτυπήματα, δαρμένος («τόν έκαναν χτυπητό») 4. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • χτυπητός — ή, ό επίρρ. ά 1. δαρτός, αυτός που παρασκευάζεται με χτύπημα: Του αρέσουν τα χτυπητά αβγά. 2. έντονος, ζωηρός: Φορούσε ένα φόρεμα με χτυπητό χρώμα. 3. για λόγους, καυστικός, τσουχτερός. 4. το ουδ. ως ουσ., χτυπητό σημαίνει τρόπο επίχρισης τοίχου… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”